ΚΕΙΜΕΝΟΠΟΙΟΣ

ΚΕΙΜΕΝΟΠΟΙΟΣ
ΚΕΙΜΕΝΟΠΟΙΟΣ...

Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

ΕΡΩΤΟΠΛΑΣΜΕΝΟΙ












ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΦΗ - ΠΡΟ∆ΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΓΩΝΙΑΝΟ ΑΡΧΕΙΟ
Χρόνος 2ος Τεύχος 4ο Μάρτιος 2005

ΕΤΗΣΙΑ ΕΚ∆ΟΣΗ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΑΠΛΑΤΑΝΟΣ
Μανώλης Παπαδάκης Παλαιών Φωκών 35 54454 Θεσσαλονίκη




ΕΡΓΑ ΤΟΥ Ι∆ΙΟΥ

ΓΩΝΙΕΣ, Ένα ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο,

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΑΠΛΑΤΑΝΟΣ 2001

Ιστορία της Κρητικής Μουσικής στον 20ο αιώνα,

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΖΗΤΗ 2002

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1980 – 2000 
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΖΗΤΗ 2003




















2








   ΜΙΑ ∆ΙΑΜΟΡΦΟΥΜΕΝΗ ΑΡΧΗ



   Όταν ξεκινούσε πριν από χρόνια η παρατήρησή μου στην Κρητική 
μαντινάδα, κι αρχής γινομένης από το μεγαλούργημα του Κορνάρου,
έβρισκα ενδιάμεσα τις μεγάλες κορυφωματικές στιγμές της Κρητικής 
ιστορίας, συνοδό και προπομπό μιας λογοτεχνικής αφύπνισης.


   Αυτό συνέβη και την επαύριο της οριστικής απελευθέρωσης της Κρήτης.



   Ήρθαν στο φως και δημοσιεύτηκαν, λογοτεχνικά και ιστορικά επιτεύγματα, ερμηνείες και κριτικές.

   Έλλειψε σ’ ένα μεγάλο βαθμό η καινούργια λογοτεχνική παραγωγή, κι επικράτησε ο ένδοξος απολογισμός κι η επαναλαμβανόμενη ρητορεία του κλέους των προγόνων.


   Αυτή την άνιση κατανομή παρακολουθώντας, θέλησα να κάνω μια μικρή προεισαγωγή - αναφορά στην Κρητική μαντινάδα, με σκοπό να τοποθετήσω 100 δικές μου μαντινάδες μέσα σ’ αυτό τον ιστορικό καμβά, να ισοζυγιάσω και γιατί όχι να διεκπεραιώσω ένα αρχεγονικό μου καθήκον, να ποιήσω μέριμνα και να μπω στο σεβντά.

   Ν’ αφηγηθώ τη μικρή μου αυτή μυθιστορία, απαρτιζόμενη από Κρητικούς στίχους.


   Όμως ταυτόχρονα θα έπρεπε να αναφερθώ στην εποχή μου, εκείνη της μεταπολίτευσης, στη γενέτειρά μου, τις Γωνιές στο Μαλεβύζι, στις πηγές μου, και τέλος να πειστώ πως το εγχείρημα αυτό θ’ άξιζε πραγματικά τον κόπο.

   Γιατί συνεχώς έβλεπα να βαραίνει μια επιπόλαια έως αστεία παράθεση της μαντινάδας, να βγαίνει ορισμένες φορές εκτός ορίων, να γίνεται απαράδεκτη χρήση και κακοποίησή της, και τέλος να χάνεται στο ρυάκι του πουθενά.
   Με εκφράζει πλήρως η επισήμανση του Παντελή Πρεβελάκη από το Νέο Ερωτόκριτο.

      Καθώς τυφλός που γύρισε, της ζητιανιάς το δίσκο, 
      όσα δε θέλω μου ’δωκαν κι όσα ποθώ δε βρίσκω.




3





Επιστρέφω συχνά στην Κρήτη και δε βρίσκω απόκριση καμιά,
πέρα από τους καλά βολεμένους νέους αποίκους της, γιατί για
κατοίκους της έχω γνωρίσει τις ανθρώπινες φυλές που την έχουν
κατακλύσει, και που δεν ξέρεις σε ποια γλώσσα τους έχει μιλήσει. 
Ο χρόνος.

   Ας επανέλθω όμως στης αρχής μου το μετά.
   Μελετώντας το βιβλίο του Αριστείδη Κριάρη, βλέπεις την Κρήτη δυτικά, το βιβλίο της Μαρίας Λιουδάκι σε ταξιδεύει στον κόλπο του Μεραμπέλλου και στην Ιεράπετρα ανατολικά.
   ∆υο Κρήτες συμπτύσσονται σε μία, οι μαντινάδες παγκοίνως γνωστές λειτουργούν σαν αυτόβουλη προτροπή, κι όταν μια μαντινάδα ξεχωρίσει θα ταξιδέψει ελεύθερο πουλί.
   Θα φτάσει από στόμα σε στόμα, στην άκρη της θάλασσας, στην πιο ψηλή κορφή, θα βιγλιστεί με το ηλιοβασίλεμα, με την ανατολή.

   Μα όλα αυτά ξεκινούσαν για να φτάσουν στο σήμερα, ο χρόνος είναι τελικά αυτός που υπερνικά, θεμελιώνει νέες αναλογίες, αριθμεί κανονικά, κι ύστερα φεύγει δεν υπεκφεύγει, σου δείχνει ένα θρύψαλο μονάχα δικό του, ένα που κρύβει όμως τόσα μυστικά, τόσες δειλινές απόσκιερες μέρες που διανύθηκαν επί ματαίω, δημιούργησαν αυτή την ισιάδα του νόστου και χάθηκαν ξαφνικά, ίσως γι’ αυτό ν’ αξίζουνε το μήνυμά τους το τελευταίο.

   Προσπαθείς κι ας μην έχεις γνωρίσει, τα πρώτα νιάτα που έθρεψε η φύση, τις πρώτες εκβολές, όμως γυμνάζει η αίσθηση πάλι, και σου ζητά να σιμώσεις στην άλλη, την όχθη τη γεμάτη υπερβολές.
   Γιατί ένας θρίαμβος ποιητικός εδώ γύρω, σου λέει φθινόπωρο καιρός για να σπείρω, κι αν έχεις εφτάστερο θυμό το χιονιά, σου δείχνει στον ξάστερο ουρανό θημωνιά.
   Κελάρι μαύρο τ’ άγραφο τραγούδι, μιαν αρμαθιά από ξερικό λουλούδι, κρυμμένη εδώ μέσα βλέπεται καιρό, από το χρόνο άγρυπνο φρουρό.
Και πρέπει αυτά τα μήλα σου να ξεκρεμάσεις, δίχως την πρόθεση πως πήγες να περάσεις, ήσουν προορισμένος να κινήσεις για εκεί, την ομηρία σου να κάμεις φυλακή.
Κι αφού δεν έμεινε απόρθητη σημαία, να ’ρθεις κοντά σιμά στην προκυμαία, εκεί μ’ όλο το στόλο σου ν’ αποβιβαστείς. Τις ιδέες.




4














   Ο πρόλογος πάντοτε αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία, καθώς βαδίζεις κι όσο να επικεντρωθείς, προτού στης τέχνης μέσα τα παράγωγα χωθείς.
   Στο ∆αίδαλο αυτό χαμένος, μοιάζεις της ομηρίας σου ταμένος, να βγάλεις το φιρμάνι πριν παραδοθείς. Εσύ ο νικητής, ένας ακόμη ηττημένος.
   Αυτή τη διάσταση μπορεί να λάβει. Το εγχείρημά σου. Που πήγες ως εκεί, στα τρίσβαθα του ονείρου να ορθωθείς.



















5







ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ, “Στο Νήμα Της Ψυχής”




   Η μελωδία στην Κρητική Μούσα είναι μια ακαριαία σύλληψη, που πρέπει να βρει τρόπο να βάλει στην αρμονία του σκοπού τα λόγια, χωρίς περιττές επαναλήψεις και χάσματα. Η μαντινάδα, όπως στην ξιφομαχία, θα βγει σαν προτεταμένο μέλος της ψυχής, και θα γυρίσει στη φωλιά της την ίδια στιγμή, φτάνει ο ελάχιστος χρόνος να σημάνει την αναίρεσή της, η μαντινάδα πρέπει να θέσει την απόφανση ή το αίνιγμά της, κι αστραπιαία να επιστρέψει στο πέτρωμα της σιωπής, αφήνοντας την έκλαμψη του τρόπου που ειπώθηκε, υστερόγραφό της.
   Η μαντινάδα πριν ξεκινήσει τη διαδρομή της, γίνεται σταγόνα στην έκκριση του νου, κι ανέρχεται στο μετωπιαίο κέλυφος έτοιμη ν’ αρθρωθεί, καθώς το πρόσωπο συσπάται κι αφήνεται στο σβήσιμο των ματιών, δεν ξέρεις αν είναι τα χείλη τα μάτια ή και μια κίνηση των χεριών, που συνθέτουν την έξοδό της.
   Όμως η μελωδία διαφέρει από μαντινάδα σε μαντινάδα, το αίσθημα κι η κορύφωση που κλείνει μέσα της η ψυχή, είναι σ’ αδιόρατη στάθμη, άλλοτε χρειάζεται μια σταγόνα για να ξεχειλίσει, κι άλλοτε χάνεται κι η ίδια η έμπνευση, μέσα στη βαρυθυμία και το τέλμα, κι όμως αυτή η αποκάρδιωση θα γεννήσει τον σπινθήρα, που θα ξανακεντήσει το πνεύμα.
   Ποτέ δε βγαίνει στην επιφάνεια, από τύχη και σύμπτωση, σπουδαίος λόγος. Την έμπνευση συνδαυλίζει η έφεση κι η λαχτάρα, που περιγράφει για τους έξοχα μυημένους ο Κορνάρος:

   “...μα ως ρέγομαι να του γροικώ, ήθελα να το μπόρου
   ποιος είναι να το κάτεχα, να τον εσυχνοθώρου,
   γιατί απ’ τα τραγούδια του κι απ’ της αντρειάς τη χάρη

   αυτός θε να ’ναι απαρθινά ψηλού δεντρού κλωνάρι. 
   Γιατί σ’ ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι
   πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύουσι να μπούσι...”


   Μα πάντα πρέπει να ’ναι σώκλειστα, ταπεινά, τα φύλλα της ψυχής, σα να υποδέχονται την περηφάνια τους μ’ ένα απόκρυφο ρίγος, ανομολόγητο, αυτό το ρίγος που θα σηκώσει, το κέλυφος ψηλά της επουράνιας δημιουργίας.






6
















       Γιατί μ’ αυτό που συνορεύει κι από άποψη ιδιοσυστασίας η ψυχή, είναι ο ουρανός.
       Πότε ξάστερος κι ύστερα συννεφιασμένος, άλλοτε πάλι συνεπαρμένος, θα μελωδεί πάντοτε ο ουρανός της ψυχής.
       Και θα λέει, τα λόγια εκείνα που διάλεξαν, πριν απ’ αυτόν οι μούσες. Οι μούσες της ψυχής μας.

       Μη με πληγώσεις έρωτα, τον πόθο μου σεβάσου,
       κι όσο μπορείς πια τρυφερό κάμε το άγγιγμά σου.





















7














ΟΙ ΕΡΩΤΟΠΛΑΣΜΕΝΟΙ




   Ένας έρωτας παιδικός, νεανικός, ασύλητος στ’ ανοιγόκλεισμα των ματιών, σπινθηροκεντημένος όπως έμεινε στα φυλλοκάρδια.
   Ένας έρωτας δραπέτης, φεγγαρολουσμένος της πρώτης νιότης, πριν γίνει ανάσα κι αραιώσει, το ρίγος και θαμπώσει
   Ένας έρωτας κυνηγημένος μέσα στ’ ονείρου τις συστάδες, απόρθητος και μακελάρης, ν’ αλώνεται μες στη σιωπή του.
   Ένας έρωτας κατά τούτο ανεκπλήρωτος, όπως ζει, αν ζει, αλλά ακόμα κι αν έχει πεθάνει, ακόμα κι αν μπορεί να γίνει τέτοιος λόγος.
  Μ’ ακόμα και τότε, κάνοντας λόγο για έναν έρωτα πεθαμένο, δεν έγινε σε μια συγκρατημένη ημερομηνία, αργοπεθαίνει μέσα μας, κρατιέται επάνω μας, πώς θα μπορούσε να ’χουν έρθει τα πράγματα, δεν έπαψε ο νους ν’ αναρωτιέται.
   Κι έπειτα, μια άλλη αίσθηση, όπως ξυπνά αθέατη στις παρυφές του χρόνου, γέρνει την αρωματισμένη θύμηση μονάχα πάνω στην αυγή των θαυμάτων, στο γλυκοχάραμά τους, και διόλου στο πραγματοποιημένο τους εγώ.
   Ας το δεχτούμε λοιπόν κι έτσι. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα απραγματοποίητο θαύμα.
   
Εκείνος καθηγητής που έφυγε, έζησε και σταδιοδρόμησε αλλού. Εκείνη γιατρός στην περιφερειακή πρωτεύουσα του τόπου.
  Παίδιωσαν και χήρεψαν νωρίς, σ’ έναν παράλληλο, πανομοιότυπα μοιραίο, οικογενειακό τρόπο. Χωρίς ίχνος επανασύγκλησης των ματιών.
   Ξανασυναντιόνται στην κωμόπολή τους ύστερα από πενήντα χρόνια, όταν από μια τυχαία σύμπτωση ταξιδεύουν συνεκδρομείς μια μέρα στο Οροπέδιο του Λασιθίου.
   Εκεί, μετά την πρώτη διακρίβωση, είναι άραγε αυτός, είναι άραγε εκείνη, δεν αργεί ν’ αποκαθάρει η αίσθηση, κι αναλαμβάνει δράση η παιδική ματιά στα υστερνά γεφυροπατήματα της μνήμης.
   ... Είχε η κοπελιά χάρη ξεχωριστή κι ομορφιά, μέσα στη γυμνασιακή της ποδιά, μ’ έναν λιγναστράγαλο καλτσοδέτη κι ανάλαφρη περπατησιά, που στόλιζαν ένα ζευγάρι άσπρες ελβιέλες.
   Τα παπούτσια της αντιφέγγιζαν στο χώμα. Ήταν εκείνα που του ξεμάκρυναν τα βήματά της. Τ’ άσπρα παπούτσα.





8
















   Από θεία σύμπτωση, τη μέρα της εκδρομής, εκείνη φορούσε πάλι άσπρα παπούτσια.
   Όταν αναγνωριστήκανε από κοντά, όπως ξανάγιναν οι συστάσεις, ασυναίσθητα το βλέμμα του έπεσε στα πόδια της, κι αβίαστα αυτοστιγμεί της είπε:

                            Καλώς τηνε την κοπελιά, με τ’ άσπρα τα παπούτσα,
                            είναι εκειανά που φόραγες όταν σε αγαπούσα;
                    παπούτσα = παπούτσια, εκειανά = εκείνα 

                            Χωρίς κι εκείνη να χάσει στιγμή του ανταπάντησε:

                            ∆εν είναι αυτά που εφόρουμνα, ετότε σας για σένα, 
                            ο άντρας μου που πόθανε μου τα χε καμωμένα. 
                                                       εφόρουμνα = φορούσα


Ο έρωτας στην αναβίωσή του μιας στιγμής, όπως θεσπέσια το χρόνο είχε νικήσει.


















9







Δεν υπάρχουν σχόλια: