ΚΕΙΜΕΝΟΠΟΙΟΣ

ΚΕΙΜΕΝΟΠΟΙΟΣ
ΚΕΙΜΕΝΟΠΟΙΟΣ...

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Κειμενοποιός


Μόλις κυκλοφόρησε
Εκδόσεις ΖΗΤΗ
Μάϊος 2013







Θα πιαστώ από μια λέξη,
έναν συνειρμό, σαν τον συρμό
ποντάροντας στη μηχανή
που θα κινήσει, κούφιο βαγόνι
να διαλέξει η ζωή ένα λυγμό,
που κάνουνε τα σίδερα
ένα αχ πριν ξεκινήσει.”

Ο Μανώλης Παπαδάκης
γράφει στην αρχή μιας λέξης
που διαγράφει ακανόνιστη τροχιά,
και σταματά πριν το άπειρο
καθιστώντας το σώμα της διάπυρο,
τη στιγμή που όπως ο διάττων,
δεν θα υπάρχει πια.”

Σπούδασε Μαθηματικός
στο ΑΠΘ, μόνιμος κάτοικος
Θεσσαλονίκης από το 1974.
Γεννήθηκε στις Γωνιές
Μαλεβυζίου, του Νομού
Ηρακλείου Κρήτης,
το Δεκέμβρη του 1957.

Ο Κειμενοποιός γράφτηκε
την περίοδο 2003-2004.



ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ

ΓΩΝΙΕΣ, Ένα ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΛΑΤΑΝΟΣ 2001

Ιστορία της Κρητικής Μουσικής στον 20ό αιώνα,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΖΗΤΗ 2002

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1980-2000,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΖΗΤΗ 2003

Μανώλης Μιχαλάκης, ΓΩΝΙΑΝΟ ΑΡΧΕΙΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΛΑΤΑΝΟΣ 2009

Παντελής Μαρκατάτος, ΓΩΝΙΑΝΟ ΑΡΧΕΙΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΛΑΤΑΝΟΣ 2013





ΤΟ ΜΕΤΑΞΙ

Ένα τραγούδι
ασυλλόγιστο που βγαίνει
είναι που ξεκλειδώνει
το μικρό σου ράμφος,
στην κορυφή τ’ ανέμου σου
πηγαίνει, και μένα
που σ’ ατένιζα μονάχος.

Ένα σου βλέμμα
με ταξίδεψε και μένα
καθώς που βγαίνει
η κάμπια να πετάξει,
τα όνειρα κι οι πόθοι μου
συναντημένα, στης φλόγας
των ματιών σου το μετάξι.












  Ο ποιητής του Κειμενοποιούμια προσέγγιση


Αν φυτέψεις μιαν ελιά, έλεγαν οι παλιοί, 
είναι για πάντα σα ν’ απλώνεις ρίζες κλαδιά. 
Αν δημιουργήσεις μια λέξη, ο ουρανός θα προσέξει 
τη μικρή σου αυτή κωδωνοκρουσία, 
ένα ηχόχρωμα στον ουρανίσκο της χαράς, 
πώς με ζητάς και σε βρίσκω, θεσπέσια εσύ 
παρουσία, έλα και κάτσε μαζί μας, αναγάλλιασέ μας, 
εδώ στου Δήμου την εκκλησία. 

Αν γεννήσεις μια λέξη, το δομημένο αυτό 
εισόδημα καταλήγει η μόνη σου περιουσία, 
το μόνο απόκτημα, κι εννοώ τη γεννήτορα έλξη 
στον κόσμο των ιδεών, προσθέτεις κι εσύ 
μιαν ελάχιστη ψηφίδα, στη γενεά των γενεών.

Θέλω, αν γίνεται κάποτε λόγος, 
ν’ αναφέρομαι ο ποιητής του Κειμενοποιού, 
δηλαδή ο δημιουργός μιας λέξης, αυτό και μόνο 
το πρόκριμα αν έχεις να επιλέξεις, το θεωρώ 
αρκετό, για τον μέχρι σήμερα επώδυνο 
προσωπικό μου τοκετό. Της ποίησης.

Σκόπευα τον καιρό που δαπάνησα με τις λέξεις, 
να βγω σαν τον αγγειοπλάστη με τα πήλινα δοχεία 
της Κνωσού, να φτιάξω ένα χρηστικό εργαλείο 
να το βάλω τίτλο σε βιβλίο, όσο κι εκείνα τα πιθάρια 
ν’ αντέξει, κι ίσως χωμένο σε μια κραυγή, 
να φτάσει και μεσούρανα να βγει. 

Κειμενοποιός, κείμενα ποιώ και διαλαλώ την αρχαία 
μου πραμάτεια, δεν προσδοκώ πλούτη παλάτια μόνο 
να φέξει, κι όπως ο θηρευτής σε τόπο που μπορείς 
να ονειρευτείς σε καρτέρησα, κι ανέμισα την προσδοκία
που χρωμάτισα, μα όπως σε διάλεξα μέσα απ’ το πλήθος 
σ’ ονομάτισα, μικρή μου ακοσκίνιστη  εσύ μια λέξη.







Η άλλη όχθη Ντέλεμον – αποχαιρετισμός 28/11/2011


Πηγαίνοντας ως την άλλη όχθη 

πίστευα σ’ άλλη θέση παρατηρητή
πως θα βρεθώ, πριν νυχτωθώ,
και βλέποντας ψηλά τον πολικό αστέρα 

θα έφτανα ως την ξέρα, ώσπου να βρω 
από κάτι στέρεο να κρατηθώ.

Αυτός ο διάπλους του ποταμού
από χρόνια, γι’ άλλους κρατάει αιώνια
κι όμως καθώς με τα χέρια μου κωπηλατώ, 

βλέπω αυτή την παράξενη σχεδία
ν’ ακολουθεί το ρου και να μη δίνει σημασία, 

στην κατεύθυνση που εγώ την εξωθώ.

Η μόνη λύση είναι να επιλέξει το ποτάμι 

σε μια απ’ τις όχθες να με επιστρέψει
ή ακόμα και το τέλος μου να κάμει 

πάνω σε κάποιο βράχο ή γκρεμό, 
ακούγεται από μακριά λένε, ο θόρυβος, 
του καταρράκτη το κενό.

Μα ξάφνου απλώνει,
σβήνεται απ’ τον ίλιγγο,
την ελαφίσια γρηγοράδα,
γίνεται ανέμελος κόλπος γλυκός
και στα ρηχά του αναπαύει τη σχεδία, 

σα να μου λέει χωρίζουν
οι δρόμοι μας εδώ.


Στρέφομαι νύχτες,
αναζητώ το ποτάμι,
το δρόμο που κάποτε είχα διαβεί, 

ποιος ξέρει στ’ αλήθεια
αν ζητούσα να με βγάλει,
στην άλλη του όχθη
στην άλλη του γη. 






Εσένα


Θα σου μιλήσω

απερίφραστα ερωτικά,
για μια στιγμή
που ένα βλέμμα ζευγαρώνει,

όταν γελούν ανθίζοντας
τα ζυγωματικά,
κι η διάσταση μιας αγωνίας

τρέμει στο σαγόνι.

Αυτή την άφθαστη

ερμηνεία σου
να δείξω,
της ομορφιάς τα λόγια

να προφέρει,
είναι ασύδοτη μονάχα
που το ξέρει,
πριν τα κλειστά μου χέρια

της ανοίξω.












Άχτιστο τραγούδι



∆ε θα σου δώσει θάρρος, 

περισσότερη ψυχή,
κανένα μου τραγούδι,
ας το καλύτερα

να πάει στην ευχή.

Της μοναξιάς ο φάρος,

θάλασσα ρηχή,
ομορφαίνει το ταξίδι,
για να το πας μακρύτερα
σε μια καινούργια αρχή.

Όμως μη δηλωθείς κουρσάρος,

και μην τυφλωθείς στο δείλι,
τ’ ονείρου το κυνήγι
μια κρυμμένη επιβουλή.


Πριν να σου γίνει βάρος,

εμμονή αδιάκοπη στα χείλη,
ας το να φύγει
άπιαστο πουλί.


∆ε θα σου δώσει θάρρος,

περισσότερη ψυχή,
κανένα μου τραγούδι,
ας το καλύτερα

να πάει στην ευχή.













Ήθελα


Ήθελα να δω
την έκταση όπως μίλησες

των ανοιχτών σου χεριών,
το φύσημα εκεί ανάμεσα
διαβαίνοντας των αγεριών,
το στύλωμα σε μια τροχιά
των ανέμων,
και τότε να σχημάτιζα

πάνω στο βράχο κι εγώ,
το ανεκλάλητο σήμα
των δικών μου

φωνηέντων.














Οι ιστορίες


Όσες ιστορίες να σου πω,
θα μοιάζουν μεταξύ τους,
θα έχουν κάτι το ατελέσφορο,

το ελλειμματικό,
ίσως και να γενούν ένα πελώριο

τεράστιο ερωτηματικό.

Τι κάνει όμως ελκυστική
μια ιστορία και γιατί να λέγεται,

όταν ο κόσμος γύρω μας φλέγεται;

Τι είναι εκείνο συχνά το ανείπωτο,

που το λες μια στιγμή
σ’ έναν χρόνο ανύποπτο,
και ζητάς συμβουλές, συνταγή,

κάτι κάπου στο τέλος να βγει.

Στο σύνορο ανάμεσα
σε σένα και τους άλλους, 

μεσολαβεί ένα κοραλλιογενές νησί,
σπαρμένο υφάλους,
και θέλω να σου δείξω
μια χτισμένη φωλιά,
χρώμα μύτες κεφάλι μαλλιά,
για να δεις τι είναι το κοράλλι
και να πεις, περιμένει πάντα,
σ’ ένα φως αστραπής,
να προβάλλει.


Έτσι ζω περιμένω και υπάρχω, 

την ανάσα κολλημένος στο βράχο.




Η ευχή



Κρίμα δεν είναι
την ευχή να περιμένεις,
σαν έρχονται και προσπερνούν

τριγύρω σου οι ευλογημένοι,
ένας τον άλλον επαινούν
κι έχεις την ακοή σου οξυμένη,

πώς λέγονται τα λόγια
κι αν αποσκοπούνε,
εσύ, το μέρισμά σου της σιωπής

άλλοι θα πούνε,
εκείνο στην τραχιά σιγή
που παραμένει,
μα πάλι, αφού κυμάτισε
ως εκεί η ομορφιά σου,
καμπύλη στο καντήλι,
δείχνει το ερέθισμα
να μπεις στη ζωγραφιά σου,
ένα εικόνισμα
σαν την υπέρτερη θεά σε περιμένει,

όλοι να σκύψουν το κεφάλι τους
συνεπαρμένοι,
να πούνε καλώς ήρθες,
να σου ευχηθούν το δώρο,
κι αν ίσως η τυφλή θεά
η επιβλέπουσα το χώρο,
νιώθει ταπεινοσύνη,
να είσαι εσύ για κείνη. 











Δεν υπάρχουν σχόλια: